- χτυποκάρδι
- χτυποκάρδισμα τό1) сердцебиение; 2) трепет, беспокойство, тревога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χτυποκάρδι — και κτυποκάρδι, το, Ν καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών τής λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)] … Dictionary of Greek
χτυποκάρδι — το 1. καρδιοχτύπι, χτύπος της καρδιάς, παλμός. 2. αγωνία, φόβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτυποκαρδίζω — Ν [χτυποκάρδι] 1. (μτβ.) προκαλώ χτυποκάρδι σε κάποιον, τού προξενώ αγωνία ή άλλο έντονο συναίσθημα 2. (αμτβ.) καρδιοχτυπώ, αγωνιώ … Dictionary of Greek
καρδιοβρασία — καρδιοβρασία, ἡ (Μ) αναβρασμός τής καρδιάς, χτυποκάρδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + βράζω] … Dictionary of Greek
κτυποκάρδι — το βλ. χτυποκάρδι … Dictionary of Greek
λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… … Dictionary of Greek
νερόχιονο — το ψιλή και ψυχρή βροχή, χιονόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατ αντιστροφή τού χιονόνερο (πρβλ. καρδιοχτύπι: χτυποκάρδι)] … Dictionary of Greek
χρεοπιστώνω — Ν πιστοχρεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω, με αντιστροφή τών συνθετικών (πρβλ. χτυποκάρδι: καρδιοχτύπι)] … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
καρδιοχτύπι — το χτύπος της καρδιάς, χτυποκάρδι, αγωνία: Είχα καρδιοχτύπι στις εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)